- κεχηνώδης
- Κεχην-ώδης, ες,A forming a hiatus, τὸ κ. Sch.D.T.p.146 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεχηνώδης — κεχηνώδης, ῶδες, (Α) αυτός που έχει ή αποτελεί χασμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. τού χαίνω «χάσκω»), με σχηματισμό κατά τα σε ώδης] … Dictionary of Greek
Κεχηνῶδες — Κεχηνώδης forming a hiatus masc/fem voc sg Κεχηνώδης forming a hiatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)